κῦμα
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
ατος, τό, (κύω)
A anything swollen (as if pregnant): hence, I wave, billow, of rivers as well as the sea, in sg. and pl.; κ. θαλάσσης Il.2.209, al.; κ. ῥόοιο 21.263; κ. διϊπετέος ποταμοῖο ib.268,326; κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61; κύματ' εὐρέϊ πόντῳ βάντ' ἐπιόντα τε S.Tr.114 (lyr.): less freq. in Prose, κύματος ἐπαναχώρησις Th.3.89: collectively, ὡς τὸ κ. ἔστρωτο when the swell abated, Hdt.7.193, cf. Arist.Mete.344b35, al. 2 metaph., flood of men, κ. χερσαῖον στρατοῦ A.Th.64, cf. 114 (lyr.), 1083 (anap.). b of the waves of adversity, etc., κ. ἄτης, κακῶν, Id.Pr.886 (anap.), Th.758 (lyr.), E.Ion 927; συμφορᾶς Id.Hipp.824; κελαινοῦ κ. μένος, of passion, A.Eu. 832; κ. κατακλυσμὸν φέρον νόσων Pl.Lg.740e. c phrases: μάτην με κῦμ' ὅπως παρηγορῶν A.Pr.1001; πρὸς κῦμα λακτίζειν E.IT1396; ἐκ κυμάτων . . γαλήν' ὁρῶ Id.Or.279; ἐπ' ῃόνι κύματα μετρεῖν Theoc. 16.60; ἀριθμεῖν τὰ κύματα Luc.Herm.84. 3 Archit., waved moulding, cyma, Λέσβιον κ. A.Fr.78. II from κύω (as κύημα from κυέω), foetus, embryo, νεόσπορον Id.Eu.659; γέμουσαν κύματος θεοσπόρου E.Fr.106; of the earth, κ. λαμβάνειν A.Ch.128; δισσὸν κῦμ' ἐλόχευσε τέκνων AP6.200 (Leon.). 2 young sprout of plants, Thphr.HP1.6.9; esp. of a cabbage, Gal.6.642.