μενοινάω
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
Ep. μενοιν-ώω Il.13.79; 3sg.
A μενοινάᾳ 19.164: Ep. impf. μενοίνεον 12.59; 3sg. ἐμενοίνα Hes.Sc.368, μενοίνα Od.11.532, Theoc. 25.62: aor. μενοίνησεν Od.2.36; subj. μενοινήσωσι Il.10.101; opt. μενοινήσειε 15.82 (but subj. μενοινήῃσι Aristarch.), Od.2.248: (μένος): — = μενεαίνω, desire eagerly, φρεσὶν ᾗσι μ. Od.2.34; μετὰ φρεσὶ σῇσι Il.14.264; θυμῷ, ἐνὶ θυμῷ, 19.164, Od.2.248: mostly c. acc. rei, ib. 285, al.; ἔργα πολλὰ μ. Pi.N.11.45; νόῳ ὅγε πολλὰ μενοίνα Theoc. l.c.: also c. pres. inf., μ. πολεμίζειν Il.19.164, cf. Od.22.217: c. aor. inf., 2.248, 21.157, Pi.P.1.43; also μενοίνεον εἰ τελέουσι were eager to see whether... Il.12.59: rarely abs., ὧδε μενοινῶν so eager [for battle], 15.293; μ. τινί τι design or purpose something against one, κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα Od.11.532: c. dat. rei alone, strive for a thing, μ. χρήμασι Thgn.461.—Ep. and Lyr., twice in Trag., in pres., τί ποτε μενοινᾷ; S.Aj.341; νιν σφάξαι μενοινᾷς E.Cyc.448; once in Ar., pres., ἐξελεῖν ἡμῶν μενοινῶν . . τἀνθρήνια V.1080.