μυρμηκώδης
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Full diacritics: μυρμηκώδης | Medium diacritics: μυρμηκώδης | Low diacritics: μυρμηκώδης | Capitals: ΜΥΡΜΗΚΩΔΗΣ |
Transliteration A: myrmēkṓdēs | Transliteration B: myrmēkōdēs | Transliteration C: myrmikodis | Beta Code: murmhkw/dhs |
ες,
A = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.