ναύλοχος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ον,
A affording a safe anchorage, epith. of a harbour, λιμένες δ' ἔνι ν. αὐτῇ Od.4.846; ν. ἐς λιμένα 10.141; ν. λιπὼν ἕδρας S.Aj.460; ὦ ν. καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά ye hot springs by the haven and from the rock (unless ναύλοχα is Subst.), Id.Tr.633 (lyr.); Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί E.Hec.1015: Sup. ναυλοχώτατος λιμήν Ph.1.181, cf. 352. II Subst., station for ships, haven, Suid.: also neut. pl. ναύλοχα Plu.2.984b; cf. supr.