παλλακή
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ἡ,
A = παλλακίς, πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακάς Hdt. 1.135, cf. 84, 2.130, al., Ar.V.1353, Antipho 1.14, Lexap. D.23.53, Lys. 1.31, Pl.Ion538b, Lg.841d, D.59.122, LXX Jd.19.1, etc.; μηδὲ π. μηδὲ παιδικὸν ἔχειν Mitteis Chr.284.4 (ii B. C.). (Prop. young girl, Ael.Dion.Fr.172; cf. πάλλαξ.)