παραλύω
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
[v. λύω] : I c. acc. rei, loose and take off, detach, τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Hdt.3.136 (so in Med., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια taking off the rudders, X.An.5.1.11 :—Pass., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς with their oars taken off, Plb.8.4.2) ; τὴν πτέρυγα -λύσασα τοῦ χιτωνίου Ar.Fr.325 ; τὸν θώρακα Plu.Ant.76 :—Med., π. τὴν ῥαφὴν [τοῦ χιτῶνος] Id.Cleom.37 ; τοὺς στεφάνους Id.2.646a :—Pass., Hdt.3.105. b hamstring, ἅρματα LXX 2 Ki.8.4. 2 undo, put an end to, πόνους E.Andr.304 (lyr.); τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν relinquish it, Is.4.10 :—Med., get rid of, τὸν κίνδυνον D.H.6.28. 3 undo secretly, τὰ σακκία τῶν χρημάτων Plu.2.10b, cf. D.S.13.106. 4 pay a penalty, LXX Ge.4.15 ; = Lat.persolvo, νόμισμα PStrassb.50.8, 14(vi A.D.). II c. acc. pers. et gen. rei, part from, πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν θάνατος δάμαρτος E.Alc.932 (lyr., dub.l.) ; μία γάρ σφεων παρελύθη ὑπὸ Ἰώνων one city (Smyrna) was detached from them, Hdt.1.149 ; π. τινὰ τῆς στρατιῆς release from military service, Id.7.38 (and in Pass., to be exempt from it, 5.75), cf. Plb.6.33.10 ; τοῦ ὅρκου OGI266.46 (Pergam., iii B.C.) ; π. τινὰ δυσφρονᾶν set free from cares, Pi.O.2.52 ; π. τινὰ τῆς στρατηγίης dismiss from the command, Hdt.6.94, cf. Th.7.16, 8.54 ; τῆς δυνάμεως τινά Arist.Pol.1315a12 (so in Pass., π. τῆς φυλακῆς Plu. Cleom.37 ; τῆς ἀρχῆς Eun.VSp.481 B.) ; also τὴν ἀρχήν τινι π. ib. p.479 B.; τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐς αὐτὸν ὀργῆς set them free, release them from... Th. 2.65 ; φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Str.8.6.14 ; παραλελύσθαι τοῦ φόβου Plb.30.4.7 : c. acc. only, set free, δυστάνου ψυχάν E.Alc. 117 (lyr.) :—Med., obtain leave of absence from, τοὺς παιδονόμους SIG577.56 (Milet., iii/ii B.C.). III loose besides, in addition, π. καὶ ἑτέραν [κύνα] X.Cyn.6.14. IV disable, enfeeble, Pl.Ax.367b ; π. τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα Plu.Demetr.38 :—mostly in Pass., to be paralysed, δεξιὴ χεὶρ παρελύθη Hp.Epid.1.26.ιγ ; τὰ παραλελυμένα τοῦ σώματος μόρια Arist.EN1102b18 : generally, to be exhausted, flag, ἡ δύναμις . . τῆς πόλεως παρελύθη Lys.13.46 ; τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος ὑπὸ τῶν τραυμάτων Plb.16.5.7 ; παραλελυμένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Id.20.10.9 ; τὴν δύναμιν παρελέλυντο Id.1.58.9 ; τὰς χεῖρας Telesp.38 H.