γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
[Seite 24] s. ἀγείρω.
ἀγρόμενος: συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.
part. ao.2 Moy. syncopé de ἀγείρω.
see ἀγείρω.