Ἀχαιίς
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχαιίς: -ίδος, ἡ, ἡ Ἀχαιική, μετὰ τοῦ γαῖα ἢ ἄνευ αὐτοῦ, Ἰλ. Α. 254., Γ. 75, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνὴ) Ἀχαιίδες, οὐκέτ’ Ἀχαιοὶ Ἰλ. Β. 235. κτλ.· ὡσαύτως Ἀχαιιάς, άδος, Ἰλ. Ε. 424, κτλ· ― ὁ τύπος Ἀχᾱΐς φαίνεται μεταγενέστερος.
English (Autenrieth)
ίδος: Achaean (γαῖα), and without γαῖα, Achaea, i. e. Northern Greece; pl., as subst., Achaean women; contemptuously, Ἀχαιίδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί, Β 23, Il. 7.96.