δρυτόμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A wood-cutter, Il.11.86, Theoc.5.64, Philostr.Im.2.33, al.; cf. δρυοτόμος. [δρῡ- Q.S.9.163,453, 13.56.]
German (Pape)
[Seite 670] p. = δρυοτόμος, Holz fällend, substantivisch = der Holzfäller, vgl. δρῦς; Homer dreimal, Iliad. 11, 86. 16, 633. 23, 315; – sp. D., wie Opp. H. 5, 250; δρυτόμος Qu. Sm. 13, 56.
Greek (Liddell-Scott)
δρυτόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ δρυοτόμος, Ἰλ. Λ. 86· ἀλλὰ δρῡἐν ἄρσει, Κόϊντ Σμ. 9. 163., 13. 56.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. δρυοτόμος.