περισαίνω
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
Ep. περισσ-,
A wag the tail round, fawn upon, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Od.16.4 ; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες 10.215 ; of σαργοί, Opp.H.4.361 : metaph., π. γλώσσῃσιν Orph.L.430, cf. Them.Or.7.92d, 21.258d ; τινὰ ὡς δεσπότην Simp. in Epict.p.52 D.
German (Pape)
[Seite 590] poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
Greek (Liddell-Scott)
περισαίνω: Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν περί τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.
English (Autenrieth)
wag the tail about one, fawn upon; τινά (οὐρῇσιν), ‘with their tails,’ i. e. wagging them, Od. 10.215. (Od.)