τρώκτης
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
English (LSJ)
ου, ὁ, (τρώγω)
A gnawer, mibbler: but in Od.14.289, 15.416, Phoenician traffickers are called τρῶκται, greedy knaves; so τ. σφόδρ' ἐστίν Com.Adesp.606; and Gramm. explain τρώκτης by φάγος, φιλοκερδής, πανοῦργος, ἀπατεών, Hsch., Phot., Eust.1757.51; φιλοχρήματοι καὶ τ. Philostr.Her.Prooem.1. 2 as Adj., τρῶκται χεῖρες greedy hands, of a usurer, AP9.409 (Antiphan., dub. cj.). II a sea-fish with sharp teeth, = ἀμία (q.v.), Ael.NA1.5.
Greek (Liddell-Scott)
τρώκτης: -ου, ὁ, (τρώγω) ὁ τρώγων, κατατρώγων, «φαγᾶς», ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ο. 415, Φοίνικες... ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί’ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ σημαίνει: πανοῦργοι, κερδαλέοι, ἀπατεῶνες, Φοίνιξ ἦλθεν ἀνήρ, ἀπατήλια εἰδώς, τρώκτης, «τρώκτην, ὅ ἐστι φάγον, φιλοκερδῆ, φιλάργυρον, ἐκ παντὸς ἐθέλοντα τρώγειν, ὅ ἐστι κερδαίνειν, κατὰ τοὺς παλαιοὺς δὲ ἀπατεῶνα, παραλογιστὴν» (Εὐστ.)· Ὀδ. Ξ. 288· τρ. σφόδρ’ ἐστίν Κωμ. Ἀνώνυμ. 236.· πρβλ. Φιλόστρ. 660. 2) ὡς ἐπίθ., τρῶκται χεῖρες, αἱ ἄπληστοι χεῖρες τοῦ τοκογλύφου, Ἀνθ. Π. 9. 409. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθὺς ἔχων ὀξεῖς ὀδόντας, ὁ λεγόμενος ἀμία νῦν «γουφάρι» (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 76), Αἰλ. π. Ζ. 1. 5, Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 554. ΙΙΙ. = τρὼξ Ι, Ἱερακοσόφ. (Ἐκ τοῦ τρώκτης παρήχθη τὸ Λατ. tructus, tructa, Ἰταλ. truta, Γαλλ. truit, Ἀγγλ. trout). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 228.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui mange, qui croque, particul. des fruits crus (noix, amandes, etc.) ; en parl. de pers. avide, vorace, rapace;
2 autre nom du poisson de mer ἀμία.
Étymologie: τρώγω.