παμφαίνω

Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

only pres. and impf. (

   A παμφαίνεσκε Eratosth.17), shine or beam brightly, of burnished metal (cf. παμφανόων), ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον Il.11.30; σάκος χαλκῷ παμφαῖνον 14.11; τεύχεσι παμφαίνων, of Achilles, 19.398; of a star, ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνησι or -ῃσι (Ep. for παμφαίνει or -ῃ) 5.6; πρῶτον παμφαίνων Hes.Op.567; στήθεσι παμφαίνοντες with their breasts white-gleaming, i. e. naked, Il. 11.100; ὕπερθε κέρα πάμφαινεν ἰδέσθαι Epic. in Arch.Pap.7.3: cited as a recondite word by Phld.Po.2.40. (Redupl. form of φαίνω.)

German (Pape)

[Seite 454] leuchten, hell scheinen, glänzen; ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον, Il. 11, 30; ἀστέρι, ὅςτε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνῃσι, 5, 6 (oder παμφαίνησι, wie von παμφαίνημι, vgl. παμφανάω); Hes. O. 565; auch τεύχεσι παμφαίνων, Il. 19, 398; σάκος χαλκῷ παμφαῖνον, 14, 11; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 732; Maneth.; auch in späterer Prosa nachgeahmt, vgl. Lob. Phryn 632. – Als Zusammensetzung betrachtet steht das Wort ohne alle Analogie da; man hat deshalb die erste Sylbe als Reduplication betrachtet u. παφλάζω, παιφάσσω verglichen, die aber auch nicht vollkommen analog gebildet sind (s. jedoch das Folgde). Die Alten erkl. λάμπειν, ἀστράπτειν.

Greek (Liddell-Scott)

παμφαίνω: λάμπω, στίλβω, ἀστράπτω, ἐπὶ ἐστιλβωμένου μετάλλου (ἴδε παμφανόων), ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον Ἰλ. Λ. 30· σάκος χαλκῷ παμφαῖνον Ξ. 11· τεύχεσι παμφαίνων, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Τ. 398· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀστέρος, ὅστε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνησι ἢ -ῃσι (Ἐπικ. ἀντὶ παμφαίνει ἢ -ῃ) Ε. 6· πρῶτον παμφαίνων, ἐπὶ ἀνατέλλοντος ἀστέρος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565· στήθεσι παμφαίνοντες, ἔχοντες τὰ στήθη ἀπαστράπτοντα ἐκ τῆς λευκότητος, Ἰλ. Λ. 100. (Τύπος μετὰ ποιητ. ἀναδιπλ. τοῦ φαίνω, πρβλ. βαμβαίνω, παιφάσσω, παφλάζω, παιπάλη καὶ πασπάλη, κτλ.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φαίνω, ou pê rad. φαν redoublé.

English (Autenrieth)

(redup. from φαίνω), subj. παμφαίνῃσι, ipf. πάμφαινον: shine or gleam brightly; στήθεσι, ‘with white shining breasts’ (bare), Il. 11.100.