ὅστε
English (LSJ)
ἥτε, ὅτε (also written divisim), in Hom. also ὅ τε as masc., Il.17.757: (ὅς, τε):—
A who, which, like the simple ὅς or ὅστις, freq. with a generalizing force (τε is however sometimes otiose, as in ὅτε, ὥστε, οἷός τε, ἐπεί τε, etc., v. τε B. 1), Od.14.221, etc.: neut. pl. τά τε Il.5.481, etc.: pl. fem. τάς τε 11.554: used also in Pi.P.2.39, al., and lyr. passages of Trag. (A.Pers.16, Ag.49, Ch.615, S.El.151, Tr. 824, E.Hec.445), but very rare in trim., A.Pers.297,762,Eu.25, 1024; and in Prose only in special forms, such as ἅτε, ἐφ' ᾧτε:—rarely with antec. expressed, θεάων τάων, αἵ τ'.. Il.5.332; τῷ ἴκελος, ὅν τ'.. 24.758; τά τε φρονέων, ἅ τ' ἐγώπερ Od.7.312.—Not to be confounded with ὅς τε, and who, Il.2.365, Od.3.185,al.
2 ἐξ οὗτε from the time when... A.Pers.762, Eu.25; ἀπ' οὗτε PCair.Zen.291.3 (iii B. C.).
3 freq. followed by περ, τά τε στυγέουσι θεοίπερ Il.20.65.
4 with ῥα between ὅς and τε, αἴγειρος ὥς, ἥ ῥά τε.. 4.483, cf. 15.411, 19.31, al.
II ὅ τε in that, because, 1.244; introducing the reason for making a statement or asking a question, 4.32, al.; so prob. 15.468: for ἅτε, ᾧτε, v. sub vocc.: ᾇτε, Dor. for ᾗτε, as, Ar. Lys.1308 (lyr.): ἐφ' ᾧτε, v. ἐπί B. 111.3.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ἥτε, ὅτε;
qui, lequel, avec un antécéd. exprimé : θεάων τάων αἵτ' IL des déesses qui ; τῷ ἴκελος ὅντ' IL semblable à celui que ; adv. • ἅτε ; • ᾧτε ou • ὧτε ; • ᾗτε, dor. ᾇτε, où ; • ἐξ οὗτε, depuis que ; • ἐς ὅτε, jusqu'à ce que ATT.
Étymologie: ὅς, τε.
Russian (Dvoretsky)
ὅστε: (у Hom. тж. ὅ τε), ἥ-τε, ὅ-τε (= ὅς II и ὅστις) который: τῷ ἴκελος, ὅντ᾽ Ἀπόλλων κατέπεφνεν Hom. подобный тому, которого сразил Аполлон; Νιόβα, ἅτ᾽ (= ἥτε) αἰεὶ δακρύεις Soph. Ниоба, (ты), которая вечно плачешь; ἐξ οὗτε (sc. χρόνου) Aesch., с тех пор как.
Greek (Liddell-Scott)
ὅστε: ἥτε, ὅτε, παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως ὅ τε ὡς ἀρσ.: (ὅς, τε)· - ὅστις, ὁ ὁποῖος, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἁπλοῦν ὅς ἢ ὅστις, (τὸ δὲ τε ἠρεμεῖ ὡς ἐν τοῖς ὅτε, ὥστε, οἷός τε, κλ., ἴδε τε Β. 1), Ἰλ. Ο. 468, Ὀδ. Ξ. 221, κλ.· οὐδ. τό τε Ἡσ. Θ. 806· πληθ. τά τε Ἰλ. Ε. 481, κτλ.· πληθ. θηλυκ. τάς τε Λ. 554· ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἴωσι πεζολόγοις, παρὰ Πινδ. καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ. (Αἰσχύλ. Πέρσ. 16, Ἀγ. 50, Χο. 615, Σοφ. Ἠλ. 151, Τρ. 824, Εὐρ. Ἑκάβ. 445), ἀλλὰ λίαν σπάνιον ἐν τοῖς τριμέτροις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 297, 762, Εὐμ. 25, 1024· καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγ. μόνον ἐν ἰδιαιτέροις τύποις, οἷον ἅτε, ἐφ’ ᾧτε. Σπανίως τὸ δεικτικὸν ῥητῶς ἐκφέρεται, οἷον θεάων τάων, αἵτ’ ... Ἰλ. Ε. 332· τῷ ἵκελος, ὅν τ’ ... Ω. 758· τάτε φρονέων, ἅτ’ ἐγὼ περ Ὀδ. Η. 312. - Τὸν τύπον ὅστε δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν πρὸς τὸ ὅς τε καὶ ὅς, Ἰλ. Β. 365, Ὀδ. Γ. 185, κ. ἀλλ. 2) ἐξ οὗτε, ἐκ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν .., Αἰσχύλ. Πέρσ. 762, Εὐμ. 25. ΙΙ. ὅστε συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ περ, τάτε στυγέουσι θεοί περ Ἰλ. Υ. 65· ὡσαύτως παρεντιθεμένου ῥα μεταξὺ τοῦ ὃς καὶ τοῦ τε, αἴγειρος ὥς, ἥ ῥά τε ... Δ. 482, πρβλ. Ο. 411, Τ. 31, κτλ. ΙΙ. περὶ τοῦ ἅτε, ᾧτε, ἴδε τὰς λέξ.· - ᾇτε, Δωρ. ἀντὶ ᾗτε, ὡς Ἀριστοφ. Λυσ. 1308· - ἐφ’ ᾧτε, ἴδε ἐπὶ Β. ΙΙΙ 3.
English (Autenrieth)
(ὅ τε, Od. 12.40, etc.), ἥτε, ὅ τε: rel. pron., rarely to be distinguished in translating from the simple word. See τέ.
English (Slater)
ὅστε, ὅς τε (ὅντ(ε), οἵτ(ε); ἅτ(ε), ἅντε, αἵτε; ἅτε nom., acc.)
a rel., who, which Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (O. 2.35) Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες (ταίτε coni. Bergk) (O. 14.2) θυγατέρι . ἅν τε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι (P. 2.39) (Πηλεὺς καὶ Κάδμος) λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν, οἵ τε ἄιον (P. 3.89) “φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο, ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (P. 4.30) [οἳ τε (codd.: οἳ γε Mosch.: οἳ λτ;προγτ; Schr.: τε del. Wil., edd. plerique) (P. 7.10) ] χάριν . ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Ἰόλαον (P. 11.59) φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν, ὦ ἄνα (P. 12.2) ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (N. 6.9) ἀεθλοφόροι οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο (N. 6.24) ἔργα . Βασσίδαισιν ἅ τ' οὐ σπανίζει (N. 6.31) ὥρα πότνια, ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ ἑτέραις (v. Barrett on Eur., Hipp. 526) (N. 8.2) ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος (N. 9.9) χαλκὸν μυρίον ὅν τε Κλείτωρ θῆκε (N. 10.47) παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία (N. 11.1) Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἐνέγνον (I. 2.23) φάμα · ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος (I. 4.25) ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (I. 4.47) “Πηλέι, ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” (I. 8.40) τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3. Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ (Pae. 6.63) [οἵ τ (τ balances τ v. 5.) fr. 75. 3.] ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 1. νεάνιδες, αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. τῶ[ν . . Λο]κρῶν τις, οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 4. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. om. antecedent, σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον (O. 7.91)
b n. pl. ἅτε,
I just as, like c. subs., part., gen. abs. ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ (O. 1.2) τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14) ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (P. 2.79) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος (N. 7.105) εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ (I. 6.51) ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος (Pae. 6.12) ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
II inasmuch as c. part. ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)
Greek Monotonic
ὅστε: (Επικ. επίσης ὅ-τε), ἥ-τε, ὅ-τε,
1. ο οποίος, η οποία, το οποίο, ακριβώς όπως το απλό ὅς ή ὅστις, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ουδ. τό τε, σε Ησίοδ.· πληθ. τά τε, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ. θηλ. τάς τε, στο ίδ.
2. ἐξ οὗτε, από την ώρα που, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
1. who, which, just like the simple ὅς or ὅστις, Hom., etc.; neut. τό τε Hes.; pl. τά τε Il.; pl. fem. τάς τε Il.
2. ἐξ οὗτε from the time when, Aesch.