ἑκατηβελέτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, = sq.,
A ἄναξ Il.1.75, Hes.Sc.100 : Subst., h.Ap.157 :—fem. ἑκᾰτη-βελέτις, ιδος, ἡ, Pythag. name for six, Theol.Ar. 37.
German (Pape)
[Seite 752] ὁ, = ἑκατηβόλος, Il. 1, 75; H. h. Apoll. 157; Hes. Sc. 100.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτηβελέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Α. 75, Ἡσ. Ἀσπ. 100, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 157.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἑκατηβόλος.
English (Autenrieth)
ᾶο = ἑκατηβόλος, Il. 1.75†.