πέροδος
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, Dor. for περίοδος, Pi.N.11.40, IG22.1126.16 (Delph., iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, äol. = περίοδος, Pind., s. Böckh Ol. 6, 38 N. 11, 40.
Greek (Liddell-Scott)
πέροδος: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ περίοδος, Πίνδ. Ν. 11. 51, ἴδε Böckh εἰς Ο. 6. 38, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16.
English (Slater)
πέροδος
1revolution δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (Eustath.: περιόδοις codd.) (N. 11.40), cf. fr. 314.