μᾶκος

From LSJ
Revision as of 12:34, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61

German (Pape)

[Seite 84] τό, dor, = μῆκος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶκος: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆκος, αἰτ. μᾶκος, ὡς ἐπίρρ., μακράν, Πινδ. Ο. 10 (11). 89.

French (Bailly abrégé)

v. μῆκος.

English (Slater)

μᾱκος
   1 length, distance μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)

English (Slater)

μᾱκος
   1 length, distance μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)