ποι

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

English (Slater)

ποι
   1 in some way (v. Wackernagel, Kl. Schr., 700ff.) Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι (που, τοι vv. ll.) (O. 3.4) ἄγει δὲ Χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (ποίνιμος coni. Spiegel) (P. 2.17) ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί (P. 5.101)

English (Slater)

ποι
   1 in some way (v. Wackernagel, Kl. Schr., 700ff.) Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι (που, τοι vv. ll.) (O. 3.4) ἄγει δὲ Χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (ποίνιμος coni. Spiegel) (P. 2.17) ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί (P. 5.101)