ποί
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 645] enklitisch, irgendwohin; ἦ μάθω μολοῦσά 293 d; 'ἄν ποι βούλωνται ἄλλοσε, Rep. IV, 420 a, u. öfter; μή ποι, Xen. Cyr. 5, 1, 11; An. 6, 1, 10 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
adv. enclit.
vers quelque endroit, quelque part avec mouv.
Étymologie: *πός, cf. corrél. οἷ, ὅποι.
Russian (Dvoretsky)
ποί: adv. энкл. куда-либо: ὅστις ὁ τόπος, ἦ μάθω μολοῦσά ποι; Soph. пойти мне куда-л. и узнать, что это за местность?
Greek (Liddell-Scott)
ποί: (= ποτί, πρός,) Ἐπίγρ. Λοκρική, Ἰω. Οἰκ. στ. 9. ― Ἑρμιόνης, L. et F. 1594. ― Ἐτυμ. Μέγ.: «ποὶ παρ’ Ἀργείοις ἀντὶ τοῦ ποτί, ἀφαιρέσει τοῦ τ. εἶτα συνόδῳ», Συναγωγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
(I)
Α
επίρρ.
1. (ερωτ.) πού; προς ποιο μέρος; (α. «νῦν δὲ ποῖ με χρὴ μολεῖν;» β. «ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ;», Σοφ.)
2. χρον. ώς πότε; («ποῖ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῖναι;», Αριστοφ.)
3. (τελικ.) για ποιο σκοπό; γιατί; («ποῖ δὴ πατεῖς, Κίλισσα, δωμάτων πύλας;», Αισχύλ.)
4. (ως εγκλιτ. μόριο) σε κάποιο τόπο, κάπου («οὐδ' ἀναλίσκειν ἄν ποι βούλωνται ἄλλοσε», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πο- των ερωτηματικών επιρρ. και αντωνυμιών (βλ. λ. -πο-) και έχει πιθ. τη μορφή της τοπικής πτώσης (πρβλ. οίκοι)].
(II)
Α
(δωρ. τ.) βλ. ποτί.