τουτάκι

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

English (Slater)

τουτᾰκι, (ς)
   1 at this time (sc. that I have indicated.) “τουτάκι δ' οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθεν” (P. 4.28) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (P. 4.255) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς (P. 9.14) τουτάκι πεξαμένας fr. 320. τουτά [(τουτάκι vel τοῦτ' ἄρα Lobel.) fr. 169. 43.

English (Slater)

τουτᾰκι, (ς)
   1 at this time (sc. that I have indicated.) “τουτάκι δ' οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθεν” (P. 4.28) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (P. 4.255) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς (P. 9.14) τουτάκι πεξαμένας fr. 320. τουτά [(τουτάκι vel τοῦτ' ἄρα Lobel.) fr. 169. 43.