τουτάκις
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
[ᾰ], poet. Adv. for τότε, antec. to ὁπόταν, Thgn.844: abs., Pi.P.4.255, 9.14, Call.Cer.33, etc.: also τουτάκι, Pi.P.4.28, Isyll.67, Call.Jov.44, Hec.1.2.8.
2 = οὕτως, relative to ὡς (ας), Ar.Pax1079 (hex.).
II = τοσάκις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1132] 1) bei Dichtern auch τουτάκι, adv., poet. statt τότε; Theogn. 842; Pind. P. 4, 255 u. öfter; Ar. Pax 1045. – 2) = τοσάκις.
Greek (Liddell-Scott)
τουτάκῐς: [ᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. ἀντὶ τότε, ὡς δεικτικὸν τοῦ ὁπόταν, Θέογν. 844· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 453., 9. 24, Καλλ., κλπ.· ὡσαύτως τουτάκι, Πινδ. Π. 4. 49, Καλλ. εἰς Δία 44. 2) = οὕτως, ὡς συσχετικὸν τοῦ ἀναφορ., ὡς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1079. ΙΙ. = τοσάκις, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α τοῦτο
επίρρ.
1. τότε
2. ούτως, έτσι
3. (κατά τον Ησύχ.) «τοσάκις».
Greek Monotonic
τουτάκῐς: [ᾰ],
1. ποιητ. επίρρ. αντί τότε, ως δεικτικό του ὁπόταν, σε Θέογν.· απόλ., σε Πίνδ.· επίσης, τουτάκι, στον ίδ.
2. = οὕτως, ως συσχ. του αναφορ. ὡς, σε Αριστοφ.