τουτάκις

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τουτάκῐς Medium diacritics: τουτάκις Low diacritics: τουτάκις Capitals: ΤΟΥΤΑΚΙΣ
Transliteration A: toutákis Transliteration B: toutakis Transliteration C: toutakis Beta Code: touta/kis

English (LSJ)

[ᾰ], poet. Adv. for τότε, antec. to ὁπόταν, Thgn.844: abs., Pi.P.4.255, 9.14, Call.Cer.33, etc.: also τουτάκι, Pi.P.4.28, Isyll.67, Call.Jov.44, Hec.1.2.8.
2 = οὕτως, relative to ὡς (ας), Ar.Pax1079 (hex.).
II = τοσάκις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1132] 1) bei Dichtern auch τουτάκι, adv., poet. statt τότε; Theogn. 842; Pind. P. 4, 255 u. öfter; Ar. Pax 1045. – 2) = τοσάκις.

Greek (Liddell-Scott)

τουτάκῐς: [ᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. ἀντὶ τότε, ὡς δεικτικὸν τοῦ ὁπόταν, Θέογν. 844· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 453., 9. 24, Καλλ., κλπ.· ὡσαύτως τουτάκι, Πινδ. Π. 4. 49, Καλλ. εἰς Δία 44. 2) = οὕτως, ὡς συσχετικὸν τοῦ ἀναφορ., ὡς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1079. ΙΙ. = τοσάκις, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α τοῦτο
επίρρ.
1. τότε
2. ούτως, έτσι
3. (κατά τον Ησύχ.) «τοσάκις».

Greek Monotonic

τουτάκῐς: [ᾰ],
1. ποιητ. επίρρ. αντί τότε, ως δεικτικό του ὁπόταν, σε Θέογν.· απόλ., σε Πίνδ.· επίσης, τουτάκι, στον ίδ.
2. = οὕτως, ως συσχ. του αναφορ. ὡς, σε Αριστοφ.