μεταμείβω

Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

Dor. πεδ-,

   A exchange, change, ἐσλὸν πήματος good for ill, Pi.O.12.12; [οἱ ἐχῖνοι] μ. τὰς ὀπάς Arist.HA612b6.    2 change to another form, ἐκ βοὸς . . μετάμειβε γυναῖκα Mosch.2.52; μ. φρένα Nonn.D.4.182.    3 remove, τινὰ Λαμνόθεν dub. cj. in Pi.P.1.52; γᾶν τέκνων τέκνοις μ. hand down land to children's children, E.HF 796 (lyr.).    II Med., change one's condition, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων having escaped from... Pi.P.3.96: abs., μεταμειβόμενοι ἐναλλάξ in turns, Id.N.10.55.    2 c. acc., μεταμείβεσθαί τινί τι to change one thing for another, E.Ph.831 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 150] umtauschen, umwechseln, Pind. in dor. Form, ἐσλὸν πήματος πεδάμειψαν, Ol. 12, 12; ἐκ βοὸς πάλιν μετάμειβε γυναῖκα, verwandelte in eine Frau, Mosch. 2, 52; φρένα τινί, Nonn. D. 4, 182. – Häufiger im med., μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλάξ, abwechselnd, Pind. N. 10, 55, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενος καμάτων χάριν Διός, P. 3, 96, sie hatten sich eingetauscht; μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέρας ἑτέραις μεταμειβομένα πόλις, Eur. Phoen. 838.

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰμείβω: Δωρ. πεδ-· μελλ. -ψω· ― μεταλλάσω, ἀνταλάσσω, ἐσθλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ, ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἀντὶ τῶν παθημάτων ἔσχον μεγάλην εὐτυχίαν, Πινδ. Ο. 12. 18· μεταβαλλόντων βορέων καὶ νότων οἱ... ἐν τῇ γῇ [ἐχῖνοι] τὰς ὀπὰς αὐτῶν μεταμείβουσι, μεταλλάσουσι, ἀλλάσσουσι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 9. 6, 10. 2) μεταβάλλω εἰς ἄλλην μορφήν, ἀλλοιῶ, ἐκ βοός... πάλιν μετάμειβε γυναῖκα Μόσχ. 2. 52· μ. φρένα τινὶ Νόνν. Δ. 4. 182. 3) μετάγω, μεταφέρω, τινὰ Λημνόθεν Πινδ. Π. 1. 100 (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Böckh 53)· γᾶν τέκνων τέκνοις μεταμείβει, μεταβιβάζει τὴν γῆν εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 796. ΙΙ. Μέσ., μεταβάλλω κατάστασιν, ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων, ἀπαλλαγέντες ἐκ τῶν προτέρων αὐτῶν παθημάτων..., Πινδ. Π. 3. 169· ἀπολύτως, μεταμειβόμενοι δ’ ἐναλλὰξ ἁμέραν, ἐκ διαδοχῆς ἐναλλάσσοντες τὰς ἡμέρας, ὁ αὐτ. Ν. 10. 103. 2) μετ’ αἰτ., μυριάδας δ’ ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβομένη πόλις, μυριάδας δ’ ἀγαθῶν λαμβάνουσα ἡ πόλις ἀλλεπαλλήλως, Εὐρ. Φοίν. 831.

French (Bailly abrégé)

changer :
1 changer, échanger;
2 transformer;
Moy. μεταμείβομαι;
1 échanger, prendre ou recevoir en échange;
2 se remplacer, se succéder l’un l’autre.
Étymologie: μετά, ἀμείβω.