Ἱέρων
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
French (Bailly abrégé)
Hiéron, roi de Syracuse.
Étymologie: ἱερός.
English (Slater)
Ἱέρων son of Deinomenes, king of Syracuse, founder of Aitna.
1 ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν (O. 1.11) Ἱέρων (voc.) (O. 1.107), (P. 3.80) Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.94) Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι (P. 1.32) οὕτω δ' Ἱέρωνι θεὸς ὀρθωτὴρ πέλοι (P. 1.56) πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ Ὑλλίδος στάθμας Ἱερών ἐν νόμοις ἔκτισσε (P. 1.62) εὐάρματος Ἱέρων (P. 2.5) cf. fr. 105.