μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
γλυκυμάχανος 1 sweet-working? νῦν δαὖ γλυκυμάχανον[ (Pae. 2.80)