ἐμπιπίσκω
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
aor.
A ἐνέπῑσα Pi.Fr.111.1:—Pass., aor. 1 ἐνεπίσθην:— causal of ἐμπίνω, give to drink, Pi.l.c., Nic.Al.519:—Med., fill oneself, ἐμπίσασθαι ὕδατι, ὄξει, Id.Th.573, Al.320:—Pass., of liquor, to be drunk, Νύμφαις ἐμπισθέν Id.Th.624.
German (Pape)
[Seite 813] (s. πιπίσκω), tränken, benetzen; ἐνέπισε Pind. frg. 77; denselben aor. hat Nic. Al. 518; im med., ὕδατι ἐμπίσαιο Ther. 573; ὄξει Al. 320; ἐμπισθὲν νύμφαις, von den Nymphen getränkt, Th. 623.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῐπίσκω: μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ ἐμπίνω, δίδω νὰ πίῃ τις, ποτίζω, Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.
English (Slater)
ἐμπιπίσκω
1 give to drink ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.
English (Slater)
ἐμπιπίσκω
1 give to drink ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.