θεόμοιρος
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ον,
A partaking of the divine nature, Ecphant. ap. Stob.4.6.22; φύσις Dam.Isid.191.
German (Pape)
[Seite 1196] des Göttlichen theilhaft, Phot. 347, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θεόμοιρος: -ον, μετέχων τῆς θείας φύσεως, Ἔκφραντ. παρὰ Στοβ. 323. 58 (ἐν τῷ θηλ. -μοίρη), Δαμασκ. ἐν τῇ Βιβλ. Φωτ. 347.