ἁγέομαι
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
Dor. for ἡγέομαι· τὰ ἁγημενα
A custom, prescription, Orac. ap.D.43.66.
German (Pape)
[Seite 12] dor. für ἡγέομαι, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγέομαι: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἡγέομαι, Πίνδ. τὰ ἁγημένα, τὰ νενομισμένα, Χρησμ. παρὰ Δημοσθ. 1072, 27. Οὗτος ὁ τύπος ἀπαντᾷ καὶ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου, ὡς 2, 69, 72, 115, κτλ., ἀλλὰ διορθοῦται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν εἰς ἡγέομαι.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡγέομαι.