English (Slater)
δυσφρόνα :
1 anxiety cf. West on Hes., Theogony, 102. τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας δυσφρονᾶν παραλύει (Snell: αφροσυν[ Π., δυσφροσύναν, -υνᾶν codd.: παραλύει δυσφρονᾶν Dindorf: ἀφροσύνας Bowra e Σ: ἀφροσυνᾶν e Σ Mommsen, van Leeuwen) (O. 2.52) ]