καταφυλλοροέω
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
A shed the leaves: metaph., lose its splendour, τιμὰ κατεφυλλορόησε Pi.O.12.15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre ses feuilles, s’effeuiller.
Étymologie: κατά, φυλλορροέω.
English (Slater)
καταφυλλοροέω
1 shed leaves met., fade υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε(ν) ποδῶν (O. 12.15)