ἔνδοξος
English (LSJ)
ον, (δόξα)
A held in esteem or honour, of high repute, πρός τινος by one, X.Oec.6.10 codd. (Sup.); -ότατοι ποιηταί Id.Mem.1.2.56; πόλις -οτέρα εἰς τὰ πολεμικά ib.3.5.1; νέοι πλούσιοι καὶ ἔ. Pl.Sph. 223b; μὴ πλουσιώτερος ἀλλ' -ότερος Isoc.1.37; ὀλίγοι καὶ ἔ. ἄνδρες Arist.EN1098b28, cf. Epicur.Sent.7, etc. 2 of things, notable, πράγματα Aeschin.3.231, cf. Diod.Com.2.21; generally approved, τὸ καλόν, = τὸ ἔ., Epicur.Fr.513; glorious, ταφαί Plu.Per.28; ἡδὺ καὶ ἔ. καὶ ὠφέλιμον Id.2.99f. Adv. -ξως, freq. in Inscrr., SIG442.7 (Erythrae, iii B. C.), etc., cf. Vit.Philonid.p.12C., Plu.Alc.1, etc.: Comp. -οτέρως, τὰ ἔνδοξα ἐ. λέγειν Hermog.Id.1.9; also στῆλαι ἔχουσαι ἐπιγραφὰς -ξως conspicuously placed, Sammelb.6152.22 (i B. C.): Sup. -ότατα, ἐβουλεύσασθε D.18.65. II resting on opinion, probable, generally admitted, ἔ. τὰ δοκοῦντα πᾶσιν ἢ τοῖς πλείστοις ἢ τοῖς σοφοῖς, opp. to what is necessarily true (τὰ πρῶτα καὶ ἀληθῆ), Arist. Top.100b21, cf. EN1145b5, Rh.1355a17, al.; ἡ ἔ. διδασκαλία popular teaching, Gal.2.247. 2 Adv. -ξως, συλλογίζεσθαι plausibly, opp. ἀληθῶς, Arist.SE175a31. III conceited, οὐκ ἔνδοξοι πρὸς τὸ μαθεῖν ἃ μὴ ἴσμεν not too proud to learn, Erot.Fr.60.
German (Pape)
[Seite 835] 1) in Ruf u. Ansehen, geehrt, vornehm, Theogn. 195; neben πλούσιος Plat. Soph. 223 b; ποιηταί Xen. Hem. 1, 2, 56; καὶ λαμπρὰ πράγματα Aesch. 3, 231; εἰς τὰ πολεμικά Xen. Hem. 3, 5, 1; ἐπί τινι, Luc. Pseud. 26. – Adv. ἐνδοξότατα, aufs ehrenvollste, Dem. 18, 65. – 2) der gewöhnlichen Meinung, Ansicht gemäß, Ggstz παράδοξος, Arist. rhet. Alex. 12, vgl. rhet. 1, 1 M. Eth. Nicom. 7, 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδοξος: -ον, (δόξα) δοξαζόμενος ἢ τιμώμενος, πεφημισμένος, ἀντίθ. τῷ ἄδοξος, τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55, αὐτόθι 3. 5, 1, Ἀγησ. 1. 19· ἐπίσημος, πλουσίων καὶ ἐνδόξων Πλάτ. Σοφ. 223Β· ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μνήμης καὶ λόγου ἄξια, τὰ ἐμποιοῦντα δόξαν, οἱ μὲν γὰρ πατέρες ἡμῶν τὰ μὲν ἔνδοξα καὶ λαμπρὰ τῶν πραγμάτων ἀνετίθεσαν τῷ δήμῳ, κτλ., Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 64. 4, 42· λαμπρός, μεγαλοπρεπής, ταφὴ Πλουτ. 2. 99F: - Ἐπίρρ. ἐνδόξως, ἐντεῦθεν ὑπερθ. ἐνδοξότατα, ἐνδοξότατα ἐβουλεύσασθε Δημ. 246. 25· καὶ συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς. ΙΙ. στηριζόμενος εἰς δοξασίαν, πιθανός, κοινῶς παραδεδεγμένος, ἔνδοξα τὰ δοκοῦντα πᾶσιν ἢ τοῖς πλείστοις ἢ τοῖς σοφοῖς, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κατ’ ἀνάγκην ἀληθῆ (τὰ πρῶτα καὶ ἀληθῆ), Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 3, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 5, Ρητ. 1. 1, 11 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ., ἐνδόξως συλλογίζεσθαι, κατὰ τὴν κοινὴν τῶν ἀνθρώπων δοξασίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 17, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
renommé, célèbre, illustre ; ἔνδοξοι ταφαί PLUT sépultures glorieuses;
Cp. ἐνδοξότερος, Sp. ἐνδοξότατος.
Étymologie: ἐν, δόξα.