ὀνοτός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ὀνοστός.
German (Pape)
[Seite 350] = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοτός: -ή, -όν, ἴδε ὀνοστός.
English (Slater)
ὀνοτός
1 contemptible οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (sc. Μέλισσος) (I. 4.51)