ἀβριθής
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ές,
A of no weight, βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125.
German (Pape)
[Seite 4] ές, nicht schwer, βάρος Eur. Suppl. 1125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρῑθής: -ές, μὴ ἔχων βάρος: βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές. Εὐρ. Ἱκ. 1125.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne pèse pas.
Étymologie: ἀ, βρίθω.