ἀστροδίαιτος
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A living under the stars, i.e. in the open air, Orph.H.11.5 codd. ἀστρο-δίφης [ῑ], ου, ὁ, = ἀστρονόμος, Herod.3.54.
German (Pape)
[Seite 377] ὁ, unter den Sternen, d. h. unter freiem Himmel lebend, Orph. H. 11, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροδίαιτος: -ον, ὁ ὑπὸ τὰ ἄστρα, τ. ἔ. ἐν ὑπαίθρῳ διαιτώμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 11. 5 (ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἀντροδ-).
Spanish (DGE)
-ον que vive al aire libre de Pan, Orph.H.11.5.