αὔξημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg., Hp.Oct.11, E.Hyps.Fr.3ii5 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 394] τό, das Vermehrte, Zuwachs, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
αὔξημα: τό = τῷ προηγ., Ἱππ. 259. 2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
crecimiento οὐκ αὐξήματος, ἀλλ' οἰδήματος Hp.Oct.2.8, cf. E.Fr.1.2.6Bond.