ἀμυχή
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ἡ, (ἀμύσσω)
A scratch, skin-wound, Hp.Epid.7.32; ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn.Com.3; of marks of strangling, D.47.59. 2 Medic., scarification, Antyll. ap. Orib.7.18.3, Gal.10.964. II = ἄμυξις, in sign of sorrow, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Plu.Sol. 21. III metaph., ἀ. καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iamb.VP33.231.
German (Pape)
[Seite 133] ή (ἀμύσσω), Riß, Schramme, μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn. com. Ath. IV, 165 c; Dem. 47, 59; Plut. Sol. 21; Luc. Conv. 20; nach B. A. 21 τὰ ὑπὸ πολλῶν κνίσματα καλούμενα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῠχή: ἡ, (ἀμύσσω) «τσουγγρανιά», τραῦμα τοῦ δέρματος, «ἐπιπόλαιον ἕκλος»(Ἡσύχ.), ἀμυχὰς καταμύξαντες Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1. 6: ἐπὶ σημείων ἢ τραυμάτων προελθόντων ἐκ στραγγαλισμοῦ, Δημ. 1157, 5: - ἐγχάραξις, ἐντομὴ ὑπὸ ἰατροῦ. Ἰατρ. ΙΙ. = ἄμυξις, εἰς σημεῖον πένθους, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Πλουτ. Σόλων 21.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 égratignure, déchirure;
2 lacération, meurtrissure.
Étymologie: ἀμύσσω.
Spanish (DGE)
(ἀμῠχή) -ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1rasguño, arañazo Hp.Epid.7.32, Phryn.Com.3, E.Fr.925aSn., Luc.Symp.20, Plu.Demetr.21, D.S.17.103, POxy.52.16 (IV a.C.), Sch.D.T.139.27
•fig. ἀμυχάς τε καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iambl.VP 231
•medic. escara Hp.Int.32, Antyll. en Orib.7.18.3, Gal.10.964
•marca, señal, de estrangulamiento en la piel, D.47.59.
2 hendidura ἀλλ' ἓν ὀστέον συνεχὲς ἦν ἄνωθεν, οἶον λεπταῖς ἀμυχαῖς τὰς διαφυὰς ὑπογεγραμμένον τῶν ὀδόντων Plu.Pyrrh.3, ὥσπερ αἱ μυῖαι τῶν λείων τόπων ... ἀπολισθάνουσι ταῖς δὲ τραχύτησι προσέχονται καὶ ταῖς ἀ. Plu.2.473e.
II acción de arañarse, desgarramiento en señal de duelo ἀμυχὰς δὲ κοπτομένων ... ἀφεῖλεν Plu.Sol.21.