ἀναστοναχέω
From LSJ
English (LSJ)
A = ἀναστένω, Orph.A.1287:—also ἀνα-στοναχίζω, Q.S.2.634 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 209] aufseufzen, wie ἀναστένω, nur aor., Orph. Arg. 1287.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστονᾰχέω: μέλλ. -ήσω = ἀναστένω, Ὀρφ. Ἀργ. 1294: ‒ οὕτως, ἀναστοναχίζω, Κόϊντ. Σμυρν. 2. 634· ἴδε Spitzn. Exc. III. εἰς Ἰλ.
Spanish (DGE)
(ἀναστονᾰχέω) gemir δεινὰ Orph.A.1287.