γλαυκωπός
From LSJ
βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words
English (LSJ)
όν, = foreg., Corn.ND20, Ael.NA17.23, Eust.86.46:—also γλαυκ-ώπης, ὁ, Eust.1389.2.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκωπός: -όν, = τῷ προηγ., Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 17. 23, Εὐστ. 86. 46·‒ ὡσαύτως -ώπης, ὁ, Εὐστ. 1389. 2.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. γλαυκῶπις.
Spanish (DGE)
-όν
1 de aspecto brillante ἡ δ' ἐλαία δῶρον αὐτῇ (Ἀθηνᾶ) ... διὰ τὸ γ. τι ἔχειν Corn.ND 20 (pero tal vez con connotación de color, cf. 2 y γλαυκός)
•ref. a la mirada, subst. τὸ γ.: τὰ γλαυκωπὰ τῶν θηρίων Eust.86.36, τὸ γ. ᾠκείωται τῇ Ἀθηνᾷ ὡς ἀθρητικῇ βλεπτικόν Eust.86.46.
2 de color azul o verde brillante τὰ ... τῆς κεφαλῆς πτίλα γλαυκωπά del ave denominada κατρεύς Ael.NA 17.23.