δυσαπιστέω

From LSJ
Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

German (Pape)

[Seite 676] ein δυσάπιστος sein, B. A. 1285.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπιστέω: δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως πιστεύω παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936).

Spanish (DGE)

creer a duras penas, desconfiar, Euagr.Schol.HE 4.33, Hdn.Exc.Verb.7.30, Anecd.Ludw.158.3.