ἐναμβλυώσσω
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
ser corto de vista, tener la vista débil μηδαμοῦ τοῖς ἔργοῖς τοῦ σκότους ἐναμβλυώττοντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.217.17.