δείδεκτο
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
δειδέχαται, δειδέχατο,
A v. δειδίσκομαι;
Greek (Liddell-Scott)
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d’un impf., de δείκνυμι.
English (Autenrieth)
see δείκνῦμι.
Spanish (DGE)
v. δειδίσκομαι.