ἀποστλέγγισμα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ατος, τό,
A scrapings with the στλεγγίς, Str.5.2.6.
German (Pape)
[Seite 327] τό, das vom Körper nach dem Salben im Bade Abgestrichene, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστλέγγισμα: τό, πληθ. τὰ ἀποστλεγγίσματα, αἱ ἀκαθαρσίαι ἅς ἀπέξεσέ τις διὰ τῆς στλεγγίδος ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ σώματος, Στράβ. 224.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lo quitado con el estrígile, raspadura Str.5.2.6.