ἀνοηταίνω
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
A to be devoid of intelligence, Pl.Phlb.12d, Henioch.5, Plot.5.5.1; opp. νοεῖν, 2.9.1:—also ἀνο-ητεύω, Sch.Ar.Nu.1480.
German (Pape)
[Seite 239] unverständig sein, Plat. Phil. 12 d Ep. 11, 359 c; Henioch. com. Stob. flor. 43, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοηταίνω: εἶμαι ἀνόητος, φέρομαι ἀνοήτως, τὸν ἀνοηταίνοντα καὶ ἀνοήτων δοξῶν καὶ ἐλπίδων μεστὸν Πλάτ. Φίλ. 12D, Ἡνίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 3· ἀνοητεύω Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1484· ἀνοητέω ἀμφ. παρ’ Ἐπιφαν.
Spanish (DGE)
1 ser estúpido, insensato Pl.Phlb.12d, Ep.359c, Amips.32A, D.C.18.2.
2 no pensar op. νοεῖν Plot.2.9.1, 5.5.1.