εἰκόνισμα
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ατος, τό,
A image, λιθουργές S.Fr.573, cf. AP13.6 (Phal.), Porph.Sent.43, Plot.1.4.10; portrait, Herod.4.38.
German (Pape)
[Seite 726] τό, das Abbild, Phalaec. 2 (XIII, 6).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκόνισμα: τό, ἀπεικόνισμα, Ἀνθ. Π. 13. 6, Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 780.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 imagen, estatua λιθουργὲς εἰ. Trag.Adesp.700.3, τὸ ... εἰ. τοῦ κωμῳδογέλωτος AP 13.6 (Phal.)
•retrato βλέψας ἐς τοῦτο τὸ εἰ. μὴ ἐτύμης δείσθω fijándose en este retrato no necesitará la auténtica Herod.4.38.
2 en la esfera mental imagen τοῦ νοῦ εἰκονίσματα Plot.1.4.10, hablando de la fantasía, Porph.Sent.43.