ἀποδικέω
From LSJ
English (LSJ)
(δίκη)
A defend oneself on trial, X.HG1.7.21, Antiph.313.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῐκέω: (δίκη) ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐν δικαστηρίῳ, ἀπολογοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 88 (Α. Β. 427, 9): - δίκη ἀπόδικος ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b, μετ’ ἀμφιβόλου σημασίας.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se défendre en justice.
Étymologie: ἀπό, δίκη.
Spanish (DGE)
defenderse en juicio ἐν τῷ δήμῳ X.HG 1.7.20, cf. Antiph.313.