ἀρκυστασία
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ἡ,
A line of nets, in pl., X.Cyn.6.6. (Also ἀρκυο- Artem. 2.11, 3.59.)
German (Pape)
[Seite 354] ἡ, das Aufstellen des Netzes, Stellnetz, Xen. Cyn. 6, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκυστᾰσία: ἡ, ἡ στάσις τῶν θηρευτικῶν δικτύων, -στάσιον, τό, ὁ τόπος ἐν ᾧ ἵστανται τὰ θηρευτικὰ δίκτυα, Ξεν. Κυν. 6. 6, Πολυδ. Ε΄, 32· ― διάφ. γρ. ἀρκυοστασία, ἀρκυοστάσιον.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de tendre les filets à la chasse ; filets de chasse tendus.
Étymologie: ἄρκυς, στατός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀρκυο- Artem.2.11, 3.59
trampa de redes para cazar καθαρὰς ποιούμενος τὰς ἀρκυστασίας X.Cyn.6.6, ἀ. καὶ ... νεφέλαι ... πρὸς θήραν Artem.2.11, cf. 3.59, τῶν δικτύων τὴν στάσιν ἢ καλεῖται ἀ. Poll.5.32.