αὐονή
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
(A), ἡ, (αὖος)
A dryness, withering, drought, Archil.125, A.Eu. 333 (lyr.), Herod.8.2.
αὐονή (B), ἡ, (αὔω B)
A cry, Semon.7.20.
Greek (Liddell-Scott)
αὐονή: ἡ, (αὖος) ξηρότης, ξηρασία, στέγνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 333, ἔνθα ἴδ. Ἕρμαννον.
French (Bailly abrégé)
1ῆς (ἡ) :
dor. αὐονά;
sécheresse.
Étymologie: αὖος.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): αὐονά A.Eu.333, 346
sequía κακήν σφιν Ζεὺς ἔδωκεν αὐονήν Archil.228, ὕμνος ἐξ Ἐρινύων ... αὐονὰ βροτοῖς A.ll.cc.
•sed τὴν δὲ χοῖρον αὐ. δρύπτει Herod.8.2.
-ῆς, ἡ
vocerío, griterío ἀλλ' ἐμπέδως ἄπρηκτον αὐονὴν ἔχει sino que prosigue sin cesar su inútil vocerío Semon.8.20.