Δηώ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
English (LSJ)
όος, contr. οῦς, ἡ,
A = Δημήτηρ, Demeter, first in h.Cer.47,al.; Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις S.Ant.1121 (lyr.); Δηοῦς ἐσχάραι, καρπός, E.Supp.290, Ar.Pl.515; dat. Δηοῖ Call.Ap.110, IG3.900.3:— Adj. Δηῷος, α, ον, sacred to Demeter, ib.14.1389 ii 5:—Δηωΐνη, ἡ, daughter of Demeter, Persephone, Call.Fr.48.
Greek (Liddell-Scott)
Δηώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, = Δημήτηρ, Λατ. Ceres, τὸ πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. Δημ. 47, 211, 492· Ἐλευσίνιας Δηοῦς ἐν κόλποις Σοφ. Ἀντ. 1121, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 290· Δηοῦς καρπὸς Ἀριστοφ. Πλ. 515· δοτ. Δηοῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 458· ― ἐπίθ. Δηῷος, α, ον, ἱερός, ἀφιερωμένος εἰς τὴν Δήμητρα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 50. 5. ― Δηωΐνη, ἡ, θυγάτηρ τῆς Δήμητρος, ἡ Περσεφόνη, Καλλ. Ἀποσπ. 49.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Déô, autre nom de Déméter.
Étymologie: Δη-μήτηρ.
Spanish (DGE)
-οῦς, ἡ
• Morfología: [voc. Δηοῖ h.Cer.492, IG 13.953.1 (V a.C.), AP 6.36 (Phil.); dat. Δηοῖ Call.Ap.110, Theoc.7.3, IG 22.3575.3 (II d.C.)]
Deohipocorístico de Deméter h.Cer.47, S.Ant.1121, Fr.754.3, E.Supp.290, Hel.1343, Ar.Pl.515, Antiph.1.3, Xenarch.1.5, Call.Cer.132, Ap.110, Fr.63.10, Euph.9.14, Theoc.7.3, A.R.4.896, Orph.H.29.5, RKilikien 58.4 (II d.C.), Orác. en ZPE 1.1967.185.13 (Hierápolis II d.C.), 7.1971.207 (Mileto II d.C.), Orác. en Didyma 504.31 (III/IV d.C.), Orác. en Porph.Phil.124.45, Orác. en Theos.Tub.41, Opp.H.2.19, 4.497, Nonn.D.12.210.