ἐνιστορέω
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιστορέω: ἐξιστορῶ, διηγοῦμαι, Ἱππόλυτ. π. Ἀντιχρ σ. 73, 6.
Spanish (DGE)
investigar ταῦτα ... λεπτομερῶς Hippol.Antichr.49, τὴν ἐκεῖσε γεγενημένην πραγματείαν Anon.HE proem.7.