ἐξαγκυλόομαι
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Spanish (DGE)
agarrar, sujetar, enganchar ἱμάντος, ὃν ἐξαγκυλούμενοι βάλλουσι (τὸ ἀκόντιον) Sch.Nic.Th.170b
•en perf. pas. estar enganchado ἱμάντος, ὃς κατὰ τὸν κυνάγχον ἐξηγκύλωται Poll.5.56.