δυσμήτηρ

From LSJ
Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμήτηρ Medium diacritics: δυσμήτηρ Low diacritics: δυσμήτηρ Capitals: ΔΥΣΜΗΤΗΡ
Transliteration A: dysmḗtēr Transliteration B: dysmētēr Transliteration C: dysmitir Beta Code: dusmh/thr

English (LSJ)

ερος, ἡ, in Od.23.97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ my mother

   A yet no mother, cf. Lyc.1174, Nonn.D.46.194.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, böse Mutter; Homer einmal, Odyss . 28, 97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα; – Lycophr. 1174.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήτηρ: ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα.

French (Bailly abrégé)

ερος (ἡ) :
voc. δύσμητερ;
mauvaise mère.
Étymologie: δυσ-, μήτηρ.

Spanish (DGE)

-ερος, ἡ
1 mala madre, madre cruel μῆτερ ἐμή, δύσμητερ Od.23.97, δύσμητερ, ἀπηνέος ἴσχεο λύσσης Nonn.D.46.194, cf. AP 11.298.
2 madre desdichada ὦ μῆτερ, ὦ δύσμητερ, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1174.