αἱμαλώδης
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
A v.l. for αἱματ-, Hp.Epid.4.29 (Erot.).
Spanish (DGE)
-ες
var. antigua frec. de αἱματῶδης sanguinolento οὔρει αἱμαλῶδες Hp. en Erot.64.9, pero v. αἱματώδης.